- πυρ
- Bλ. λ. φωτιά.
* * *το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά2. φρ. «Πυρ άγιον» — το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών ολοκαυτωμάτων (ΠΔ)νεοελλ.1. βολή πυροβόλου όπλου, πυροβολισμός2. (ως παράγγελμα βολής πυροβόλου ή τουφεκιού) πυρπυροβολείστε3. στον πληθ. τα πυράμτφ. σφοδρή συντονισμένη επίθεση με σωρεία επιχειρημάτων και κατηγοριών4. φρ. α) «έλεγχος πυρός» — έλεγχος τού αποτελέσματος τού πυρός τών πυροβόλων όπλων, απαραίτητος για την περαιτέρω ρύθμιση τής βολής, ώστε αυτή να είναι εύστοχη και αποτελεσματικήβ) «φραγμός πυρός» — η οργάνωση άμυνας σε ένα εδαφικό τμήμα με συγκέντρωση και κατάλληλη διάταξη τών τροχιών πολλών και πάσης φύσεως όπλων έτσι ώστε να βάλλεται από παντού σε δεδομένη στιγμή κάθε σημείο που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια αυτού τού εδαφικού τμήματος μέχρι το ύψος ενός ανθρώπουγ) «γραμμή πυρός» — η πρώτη γραμμή τής μάχηςδ) «βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών»i) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο εχθρούς που βάλλουν από αντίθετες θέσειςii) μτφ. βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο αντιπάλους που αντιμάχονται μεταξύ τους ή απέναντι σε δύο αντιπάλους που δρουν εναντίον μου με διαφορετικούς τρόπουςε) «γίνομαι πυρ και μανία» — θυμώνω πάρα πολύ, εξοργίζομαι και καταλαμβάνομαι από εκδικητικό μένοςστ) «γίνομαι παρανάλωμα τού πυρός» — καταστρέφομαι τελείως με πυρπόληση, πυρπολούμαι και απανθρακώνομαιζ) «διά πυρός και σιδήρου»i) με πυρπολήσεις και σφαγέςii) μέσα από κινδύνους και ταλαιπωρίεςη) «άσβεστο πυρ» — φωτιά που συντηρείται αναμμένη διαρκώς, κυρίως για θρησκευτικούς λόγουςνεοελλ.-μσν.φρ. «υγρόν πυρ» ή «ελληνικόν πυρ» — μίγμα χημικών ουσιών το οποίο εφεύρε ο Έλληνας μηχανικός Καλλίνικος κατά τον 7ο μ. Χ. αιώνα και το οποίο εξασφάλισε την τελική νίκη τού βυζαντινού ναυτικού κατά τών Αράβωνμσν.-αρχ.η φωτιά τής θυσίας πάνω στην οποία καίγονταν αυτά που προσφέρονταναρχ.1. η φωτιά τού κεραυνού, το αστροπελέκι («πῡρ πνέοντος κεραυνοῡ», Πίνδ.)2. το φως και η θερμότητα τού Ήλιου ή τών άστρων («πῡρ πνείοντα ἄστρα», Σοφ.)3. το θερινό ηλιοστάσιο4. η φλόγα δαυλού ή πυρσού με την οποία μεταδίδονταν αγγέλματα («εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός, Αισχύλ.)5. ο πυρετός, η θέρμη («τεταρταίῳ πυρί», Καλλ.)6. μτφ. α) το ερωτικό πάθος («ἀρσενικῷ θέρεται πυρί», Καλλ.)β) θερμή ελπίδαγ) ως σύμβολο φοβερών, ακατάσχετων και ακαταμάχητων πραγμάτων σε παρομοιώσεις, μεταφορές κ.λπ. («ναυτική... ἀναρχία κρείσσων πυρός», Ευρ.)δ) (για πρόσ.) φοβερός, ακαταμάχητος («ὦ πῡρ σύ», Σοφ.)7. στον πληθ. α) πολλές φωτιές, ιδίως αυτές που ανάβονται από τους στρατιώτες ως σύνθημαβ) η φωτιά ηφαιστείου8. φρ. α) «ζῶντα δίδωμί τινα πυρί» — κατακαίω κάποιον ζωντανόβ) «πῡρ ἀθάνατον»·i) (στους Ρωμαίους) η φωτιά τών Εστιάδωνii) η φωτιά στο ιερό τού Πυθίου Απόλλωνος στους Δελφούςγ) «δῑον πῡρ» — ο κεραυνός που ρίχνεται από τον Δίαδ) «πῡρ ἄγριον» — το ερυσίπελας, το ανεμοπύρωμαε) «φεύγων καπνὸν εἰς πῡρ δεσποτείας ἐμπεπτωκώς» — έπεσε από το μικρότερο κακό στο μεγαλύτερο (Πλάτ.)στ) «ἐν πυρὶ γίγνομαι» — καταστρέφομαι, αφανίζομαι, σβήνωζ) «διὰ πυρὸς ἔρχομαι» — ριψοκινδυνεύωη) «διὰ πυρὸς ἔρχομαί τινι» — ορμώ με μένος εναντίον κάποιουθ) «πῡρ ἐπὶ πῡρ ἐγχέω» ή «πῡρ ἐπὶ πῡρ ἄγω» ή «πῡρ ἐπὶ πῡρ φέρω» ή «πῡρ ἐπὶ πῡρ ἐπεισφέρω» — προσθέτω φωτιά στη φωτιά, ρίχνω κακό στο κακό9. παροιμ. «εἰς πῡρ ξαίνειν» — λεγόταν για μάταιες προσπάθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῦρ, πυρός ανάγεται σε ΙΕ ουδέτερου γένους τύπο *peuōr / *pūr (πιθ. < *peә2-w-r) και συνδέεται με τα: ομβρ. pir (< *pūr), αρμ. hur, hroy-, αρχ. νορβ. furr, fyrr. Σε ορισμένους τ. μάλιστα παρατηρείται εναλλαγή υγρού και έρρινου συμφώνου r/n στο θ. τής λ.: χετιττ. pahhur, pahhuwenas, αρχ. άνω γερμ. fuir, fiur (απ' όπου τα: γερμ. Feuer, αγγλ. fire) αλλά γοτθ. fōn, funins. Η Ινδοευρωπαϊκή, ωστόσο, διέθετε για τη φωτιά, εκτός από τον ουδετέρου γένους τ. *pur, και τ. αρσενικού γένους: *egnis / *ngnis (από όπου τα: αρχ. ινδ. agni-, λατ. ignis, λιθουαν. ugnis, αρχ. σλαβ. ognjĭ). Η Ελληνική, όπως συνέβη με το νερό (πρβλ. λ. ὕδωρ), έτσι και για τη φωτιά προτίμησε να χρησιμοποιήσει τ. ουδετέρου γένους. Οι τ., τέλος, με τη σημ. «πυρ» αντικαταστάθηκαν σε πολλές γλώσσες από άλλους τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης (πρβλ. πῦρ: φωτιά*, λατ. focus: ignis) γεγονός που οφείλεται στις θρησκευτικές και μεταφυσικές προεκτάσεις που αποδόθηκαν στη λ. Η λ. πῦρ έχει μόνο ενικό αριθμό, ενώ ως πληθ. τής λ. χρησιμοποιείται το ονοματικό δευτερόκλιτο παράγωγό της πυρά (τὰ), που μαρτυρείται μόνο στον πληθ. και μάλιστα σε ονομ. αιτ. και δοτ. Η λ. πῦρ επίσης εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (ήδη από τη Μυκηναϊκή: pukawo-, πυρκαFοι) με τις μορφές: α) πυρ- (πρβλ. πυρ-πολώ, πυρ-φόρος)β) πυρο-, με θεματικό φωνήεν -ο- (πρβλ. πυρο-βόλος, πυρο-ρραγής) και γ) πυρι- που είτε ανάγεται στη δοτ. τού πῦρ, είτε ο σχηματισμός με φωνηεντισμό -ι- οφείλεται σε επίδραση τών συνθ. σε λαθι-, πυκι- (βλ. λ. αργι-). Στην ίδια ρίζα, τέλος, με τη λ. πῦρ ανάγεται το επίθ. πυρρός*.ΠΑΡ. πυρά, πύρεθρο(ν), πυρείο(ν), πύρινος (Ι), πυρίτης (Ι), πυρώ (-ώνω), πυρώδης (Ι), πυρωπόςαρχ.πυράζω, πύρειος, πυρεύω, πυρία, πυρίδιον (Ι), πυρόεις, πυρότηςαρχ.-μσν.πυρίζω, πύριοςμσν.πυρώ (Ι)νεοελλ.πυράδα, πυρός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πυράγρα, πυράκανθα, πυράκμων(-ονας), πύραννος, πυριγενής, πυρίκαυστος, πυρίμαχος, πυρίπνους, πυριφλεγής, πυρκαϊά, πυροβόλος, πυροειδής, πυρολαβίδα, πυρομαντεία, πυρόμαντις, πυρορραγής, πυροστάτης, πυρπολώ, πυρφόροςαρχ.πυραγρέτης, πυράπτης, πυραυγής, πυραύστρα, πυρδαής, πυρεστίο, πυρήνεμος, πυριάλωτος, πυρίβιος, πυρίβουλος, πυριβριθής, πυρίβρομος, πυρίβρωτος, πυριγενέτης, πυρίγληνος, πυριγόνος, πυρίδεινος, πυρίδρομος, πυριήκης, πυριθαλπής, πυρίθυμος, πυρικαής, πυρίκλονος, πυρικοίτης, πυρίκτιτος, πυριλαμπής, πυρίληπτος, πυριμάρμαρος, πυρίπαις, πυριπληθής, πυρισμάραγος, πυρίσπαρτος, πυρίσπορος, πυρίστακτος, πυριστεφής, πυρισώματος, πυρίτοκος, πυριφαγής, πυριφανής, πυρίφατος, πυριφεγγής, πυρίφθογγος, πυρίφλεκτος, πυρίφλογος, πυρίφοιτος, πυριχαρής, πυρίχρους, πυρόδροσος, πυροεργής, πυροθετώ, πυροπόταμος, πυρπάλαμος, πυρώπηςαρχ.-μσν.πύρδαλον, πυρίβλητος, πυρίπλοκος, πυρίπνευστος, πυριτρόφος, πυρίτροχοςμσν.πυρβατώ, πυρεργάτις, πυρίβροχος, πυρίγλωσσος, πυριλόχευτος, πυρίμορφος, πυρίπτερος, πυρίστομος, πυροφανήςνεοελλ.πυραγωγός, πυρανάφλεξη, πυράντοχος, πυράρχης, πυρασφάλεια, πυρασφαλιστικός, πύραυλος, πυριμόνιμος, πυροβάτης, πυρογραφία, πυροδιάσπαση, πυροδότης, πυροηλεκτρισμός, πυροκεραμική, πυροκρισία, πυροκροτητής, πυρολάτρης, πυρόλιθος, πυρόλυση, πυρομανής, πυρομαχικός, πυρομεταλλουργία, πυρομετρία, πυρόξενος, πυροπαθής, πυροπυξίδα, πυρόσβεση, πυροσβεστήρας, πυροσβέστης, πυρόσκαφο, πυροσκλήρυνση, πυροστεγία, πυρόσφαιρα, πυροσωλήνας, πυροτέχνημα, πυροτέχνης, πυροτεχνία, πυρότουβλο, πυροφάνι, πυρόφις, πυροφοβία, πυροχημεία, πυρόχωμα. (Β' συνθετικό) άπυρος, διάπυρος, έμποροςαρχ.αλεξίπυρος, ζώπυροςνεοελλ.αμφίπυρος, δεξίπυρος, δίπυρος, δορύπυρος, έκπυρος, ζάπυρος, υπέρπυρος, υπόπυρος].
Dictionary of Greek. 2013.